τριγμούς

τριγμούς
τριγμός
shrill cry
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καθίζηση — Κατολίσθηση εδάφους και οικοδομής· η συσσώρευση ιζήματος από κάποιο υγρό στον πυθμένα δοχείου. (Γεωλ.) Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα τμήμα πετρωμάτων του στερεού φλοιού της Γης αποχωρίζεται και πέφτει σε χαμηλότερη θέση. Οι λόγοι που… …   Dictionary of Greek

  • ολοτρίγυρα — επίρρ. από όλα τα μέρη, ολόγυρα («από τριγμούς γεμίζουν ολοτρίγυρα μεγίστην πεδιάδα», Κάλβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + τριγύρω] …   Dictionary of Greek

  • ροιγδέομαι — Μ (για τη φωτιά) τρίζω και σφυρίζω, ηχώ με τριγμούς και συριγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί τού ορθού ῥοιβδέομαι (< ῥοῖβδος «δυνατός ήχος»)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

  • Σουαζιλάνδη — Κράτος της Νότιας Αφρικής. Συνορεύει στα Β, στα Δ και στα Ν με τη Nοτιοαφρικανική Δημοκρατία, και στα Α με τη Mοζαμβίκη.H Σουαζιλάνδη (Nγκουάνε, μετά την ανεξαρτησία της 6ης Σεπτεμβρίου 1968, ονομασία που δεν χρησιμοποιείται όμως πολύ) είναι ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”